μεσσόγεως

μεσσόγεως
μεσσόγεως, -ων (Α) βλ. μεσόγειος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεσόγειος — α, ο, θηλ. και ος και μεσόγαιος, α, ο (Α μεσόγειος, ον, θηλ. και μεσόγεια, μεσόγαιος, ον, θηλ. και μεσόγαια, και μεσαίγεως, ων, Α αττ. τ. μεσόγεως, ων, επικ. τ. μεσσόγεως, ων) 1. αυτός που βρίσκεται στην ξηρά, μακριά από τη θάλασσα, χερσαίος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”